- τουρκοφοβία
- ητο να φοβάται κανείς τους Τούρκους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουρκοφοβία — η, Ν το να φοβάται κανείς τους Τούρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + φοβία (< φοβος < φόβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek